μαψυλάκας
English (LSJ)
[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ) idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.
English (Slater)
μαψυλάκας chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)
Greek Monolingual
μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μαψῠλάκας: ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind.
Middle Liddell
ὑλάω, ὑλακή
idly barking, i. e. repeating a thing again and again, Pind.
German (Pape)
ὁ, der vergeblich bellende, schreiende, ein unnützer Schwätzer, Pind. N. 7.105, mit der v.l. μαψιλάκας. Hiernach emend. Hermann μαψυλάκταν γλῶσσαν, Sappho frg. bei Plut. cohib.ira 7, in μαψυλακαν.