κηλώνειον
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
Ion. κηλωνήϊον, τό, = κήλων (swipe, swing-beam, he-ass, stallion) I, Hdt. 1.193, 6.119, Ar. Fr. 679, Arist. Mech. 857a34, Aen.Tact. 39.7, PCair. Zen. 155 (iii BC), Gal. UP 7.7 ; — written κηλώνιον, Apollod. Poliorc. 162.8, al.
German (Pape)
[Seite 1431] τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
machine pour tirer de l'eau, pompe.
Étymologie: DELG κήλων.
Greek Monolingual
το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].
Russian (Dvoretsky)
κηλώνειον: ион. κηλωνήϊον, v.l. κηλώνιον τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηλώνειον -ου, τό, Ion. κηλωνήιον [κήλων: zwengel] pompzwengel (om water te putten).