λεπτογνώμων

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, subtle in mind, Luc.JTr.27.

German (Pape)

[Seite 30] ον, von seinem Verstande, Luc. Iov. trag. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
à l'esprit fin.
Étymologie: λεπτός, γνώμη.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτογνώμων: -ον, ὀξύνους, λεπτός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27.

Greek Monolingual

λεπτογνώμων, -όγνωμον (Α)
οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῖναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρογνώμων, σκληρογνώμων.

Russian (Dvoretsky)

λεπτογνώμων: 2, gen. ονος с тонким умом, проницательный Luc.