φιλοχρηματία
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἡ, love of money, Poet. ap. Zen.2.24, Pl.R.391c, Lg.747b, 938b, Eus.Mynd.13, etc.; ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ = love of money will destroy Sparta, a Spartan proverb, Arist.Fr.544.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, Geldgier, Habsucht, Streben nach Reichthum; Eur. Ep. 5; Plat. Rep. III, 391 c Legg. V, 747 b; Folgde, wie Plut. Sol. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de l'argent.
Étymologie: φιλοχρήματος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχρημᾰτία: ἡ, ἡ τῶν χρημάτων ἀγάπη, Ποιητὴς παρὰ Ζηνοβ. 2. 24, Πλάτ. Πολ. 391C, Νόμ. 747Β, 938Β· ― ἁ φ. Σπάρταν ὀλεῖ, Σπαρτιακὴ παροιμία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 501.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλοχρήματος
υπέρμετρη αγάπη προς το χρήμα, έντονη επιθυμία απόκτησης χρημάτων.
Greek Monotonic
φῐλοχρημᾰτία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοχρημᾰτία: ἡ жадность к деньгам, сребролюбие Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
φῐλοχρημᾰτία, ἡ, [from φῐλοχρημᾰτέω]
love of money, Plat.