ἐπιπρεσβεύομαι

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Medium diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Low diacritics: επιπρεσβεύομαι Capitals: ΕΠΙΠΡΕΣΒΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: epipresbeúomai Transliteration B: epipresbeuomai Transliteration C: epipresveyomai Beta Code: e)pipresbeu/omai

English (LSJ)

A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.

German (Pape)

[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.

Greek Monolingual

ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾶς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.

Greek Monotonic

ἐπιπρεσβεύομαι: αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρεσβεύομαι: снаряжать посольство, отправлять послов (τινι Plut.).

Middle Liddell

Dep. to send an embassy, Plut.