συμπαθώ
From LSJ
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
Greek Monolingual
συμπαθῶ, -έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν συμπαθής
1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη του άλλου, συμπονώ, συμπάσχω
2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια
νεοελλ.
τρέφω ερωτικά αισθήματα
νεοελλ.-μσν.
(μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω συγνώμη σε κάποιον για κάτι, συγχωρώ («συμπάθα με αν σέ πλήγωσα»)
αρχ.
έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, βρίσκομαι σε κατάσταση συμπάθειας σε σχέση με κάποιον άλλο («δοκεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθεῖν ἀλλήλοις», Αριστοτ.).