θεοβλάβεια

From LSJ
Revision as of 13:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοβλᾰ́βεια Medium diacritics: θεοβλάβεια Low diacritics: θεοβλάβεια Capitals: ΘΕΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: theoblábeia Transliteration B: theoblabeia Transliteration C: theovlaveia Beta Code: qeobla/beia

English (LSJ)

[βλᾰ], ἡ, infatuation sent by the gods, madness, Aeschin. 3.133, D.H.1.24, D.C.44.8 (θεοβλαβία codd.).

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Zustand eines θεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ θεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch θεοβλαβία D. Cass. 44, 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démence envoyée par la divinité.
Étymologie: θεοβλαβής.

Russian (Dvoretsky)

θεοβλάβεια: (λᾰ) ἡ помешанность, безумие Aeschin.

Greek Monolingual

θεοβλάθεια, ἡ (Α) θεοβλαβής
παραφροσύνη, τύφλωση του νου σταλμένη ως τιμωρία από κάποιον θεό.

Greek (Liddell-Scott)

θεοβλάβεια: ἡ, ἡ κατάστασις ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, τύφλωσις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία).

Greek Monotonic

θεοβλάβεια: ἡ, μανία, τρέλα, τύφλωση των φρενών, σε Αισχίν.

Middle Liddell

θεοβλάβεια, ἡ, [from θεοβλᾰβής]
madness, blindness, Aeschin.