δίνευμα

From LSJ
Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑ́νευμα Medium diacritics: δίνευμα Low diacritics: δίνευμα Capitals: ΔΙΝΕΥΜΑ
Transliteration A: díneuma Transliteration B: dineuma Transliteration C: dinevma Beta Code: di/neuma

English (LSJ)

[ῑ], τό, whirling round, especially in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.

German (Pape)

[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.

Greek Monolingual

δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.

Greek Monotonic

δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δίνευμα: ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.

Middle Liddell

δῑ́νευμα, ατος, τό, n
a whirling round, in dancing, Xen. [from δινεύω