δέραιον
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
τό, necklace, E.Ion 1431 (pl.), Men.Epit.86 (pl.), Satyr. Vit.Eur.Fr.39 vii 14(pl.); collar, X.Cyn.6:—the form δεραιοί is given by Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. -ος, -ου, ὁ Hsch.s.u. δέραια
1 plu. collar, adorno para el cuello E.Io 1431, Men.Epit.70, 127, Pc.815, Plu.Art.5, Satyr.Vit.Eur.39.7.14, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.342.6, Hsch., Zonar., Sud.
2 collar de perro X.Cyn.6.1, Arr.Cyn.5.8, Poll.5.55.
3 δέραια· παίγνια Hsch.
German (Pape)
[Seite 548] τό, Halsband, Eur. Ion 1431; Xen. Cyn. 6, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 collier de chien;
2 collier, parure.
Étymologie: δέρη.
Syn. 1) κλοιός, κυνάγχη, κυνοῦχος, λαιμοπέδη - 2) δεράγχη, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Greek (Liddell-Scott)
δέραιον: τό, περιδέραιον, Εὐρ. Ἴωνι 1431· κατὰ πληθ., περιτραχήλιον, Ξεν. Κυν. 6, 1.
Greek Monolingual
δέραιον, το (Α)
1. περιδέραιο
2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ' απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, του οποίου αποτελούσε το β' συνθετικό].
Greek Monotonic
δέραιον: τό (δέρη), περιδέραιο, κολιέ, σε Ευρ.· περιτραχήλιο, λαιμαριά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δέραιον: τό
1) ошейник Xen.;
2) pl. ожерелье Eur., Men.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέραιον -ου, τό [δέρη] halsketting.