δεκαέτηρος

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

ον, (ἔτος) ten-yearly: χρόνος δεκαέτηρος = a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκαετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as substantive, period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκαετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

Greek Monolingual

δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].

Greek Monotonic

δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.

Middle Liddell

ἔτος
ten-yearly, Plat.