γενειάσκω
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
begin to get a beard, Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5; ἄρτι γενειάσκων IG3.1314.
Spanish (DGE)
empezar a tener barba Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5, IG 22.13129 (I d.C.), Aristid.Quint.66.30, Did.CP 5.45.
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, Plat. Conv. 181 d; Xen. Cyr. 4, 6, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. γενειάω.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάσκω: γενειάζω, ἀρχίζω νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
Greek Monolingual
γενειάσκω (Α) γένυς
1. αρχίζω να αποκτώ γένεια
2. γίνομαι άντρας, ανδρώνομαι.
Greek Monotonic
γενειάσκω: = γενειάζω, αρχίζω να αποκτώ γενειάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γενειάσκω: Xen., Plat. = γενειάζω.
Middle Liddell
= γενειάζω [from γενειάς
to begin to get a beard, Plat.