γυιοπαγής

From LSJ
Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπᾰγής Medium diacritics: γυιοπαγής Low diacritics: γυιοπαγής Capitals: ΓΥΙΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gyiopagḗs Transliteration B: guiopagēs Transliteration C: gyiopagis Beta Code: guiopagh/s

English (LSJ)

ές, stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.

Spanish (DGE)

(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.

Greek Monolingual

γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.

Middle Liddell

γυῖον, πήγνυμι
stiffening the limbs, Anth.