ἀδιάλυτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2. II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4. III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indisoluble lo divino op. a lo mortal, Pl.Phd.80b, ἕνωσις Ph. en Eus.PE 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, δεσμός Procl.in Ti.1.314.14
•incorrupto τὸ σῶμα Procl.in R.2.153.
2 indestructible στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.Ep.[2] 54.6, γῆ Epicur.Nat.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible πολεμεῖν Plb.18.37.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: ἀ, διαλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
Greek Monotonic
ἀδιάλῠτος: -ον (διαλύω), αδιάλυτος, αδιάλλακτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλῠτος:
1) неразложимый, неразрушимый (τὸ θεῖν Plat.);
2) нерасторжимый, неразрывно сплоченный (στῖφος Plut.).
Middle Liddell
διαλύω
undissolved, indissoluble, Plat.