ἀκροθινιάζομαι
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.
German (Pape)
[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.
French (Bailly abrégé)
1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
Greek Monolingual
ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.
Greek Monotonic
ἀκροθῑνιάζομαι: αποθ. (ἀκροθίνια), παίρνω το καλύτερο μέρος, διαλέγω, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροθῑνιάζομαι: выбирать в качестве лучшего (τινα Eur.).