ἀναφώνημα

From LSJ
Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφώνημα Medium diacritics: ἀναφώνημα Low diacritics: αναφώνημα Capitals: ΑΝΑΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: anaphṓnēma Transliteration B: anaphōnēma Transliteration C: anafonima Beta Code: a)nafw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc. 2 exclamation, Id.Mar.19. 3 interjection, Heph.Poëm.5.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.

German (Pape)

[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.

Greek Monolingual

ἀναφώνημα, το (AM)
αρχ.
χαιρετισμός, επευφημία
μσν.
το τραγούδι.

Greek Monotonic

ἀναφώνημα: -ατος, τό, ανακήρυξη, αναγόρευση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφώνημα: ατος τό
1) восклицание Plut.;
2) провозглашение Plut.

Middle Liddell

[from ἀναφωνέω
a proclamation, Plut.