ἀφηνιασμός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ, refusal to obey the reins, Ph.1.311 (pl.): metaph., rebellion, ib.171, al.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 de caballos resistencia a las riendas πρὸς σκιρτήσεις ... καὶ τοὺς συνεχεῖς ἀφηνιασμούς εἰσι μάστιγες Ph.1.311, cf. Plu.2.371b, 451d.
2 de pers. rebelión ὁπότε πλείων ἡ πρὸς τὰ ἐκτὸς ῥύμη καὶ φορὰ σὺν ἀφηνιασμῷ γίνοιτο Ph.1.171.
German (Pape)
[Seite 410] ὁ, das Abstreifen des Zügels, Ungehorsam, Plut. Alex. fort. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rébellion, révolte.
Étymologie: ἀφηνιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιασμός: ὁ, ἐπανάστασις, Πλούτ. 2. 371Β· ὡσαύτως ἀφηνίᾰσις, ἡ, Βυζ.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφηνιασμός)
το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι
αρχ.
η ανταρσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιασμός: ὁ тж. pl. сопротивление, тж. бунт Plut.