ἁπαξάπας
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ασα, αν, all together, the whole, περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp. 4.3; ἡμέρα ἁ. Stratt. 36.2; ἁπαξάπαν Xenarch. 7.16; ἁπαξαπάσης τιμῆς Phld. Mort. 23; mostly in plural, all at once, all together, Ar. Pl. 111, 206, etc.
Spanish (DGE)
(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν
• Prosodia: [-ξᾰ-]
1 todo entero περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.Mort.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.
2 en plu. todos juntos, todos en conjunto Ar.Pl.111, PMerton 43.8 (V d.C.)
•en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado Ar.Pl.206.
German (Pape)
[Seite 279], bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.
French (Bailly abrégé)
ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἁπαξάπᾱς: [ξᾰ], -ᾱσα, -ᾰν, ολόκληρος μεμιάς, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπαξάπας: πασα, παν весь в целом, весь целиком: εὑρών ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.