ἄξεστος
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ον, unwrought, πέτρος S.OC19, cf. Fr.322, AP7.657 (Leon.): metaph. of a poet, rough, uncouth, Sch.Ar.Ra.86.
Spanish (DGE)
-ον
1 no pulimentado πέτρος S.OC 19, cf. Fr.322, AP 7.657 (Leon.).
2 fig. tosco, rudo de un poeta, Sch.Ar.Ra.86.
German (Pape)
[Seite 269] ungeglättet, rauh, Soph. πέτρος O. C. 19; frg. 487 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non raclé, non poli.
Étymologie: ἀ, ξέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξεστος: -ον, μὴ ἐξεσμένος, ἀπελέκητος, μὴ κατειργασμένος, λίθος Σοφ. Ο. Κ. 19, πρβλ. Ἀποσπ. 487, Ἀνθ. Π. 7. 657: ― μεταφ· ἐπὶ ποιητοῦ, τραχύς, ἀδέξιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)
1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)
2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξεστός < ξέω].
Greek Monotonic
ἄξεστος: -ον (ξέω), απελέκητος, μη κατειργασμένος, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄξεστος: необтесанный, неотполированный (λίθος Soph.; πέτρα Anth.).
Middle Liddell
[ξέω]
unhewn, unwrought, Soph., Anth.