βοτρυόεις
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
εσσα, εν, full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4; κισσός AP9.363.12 (Mel.); πλοχμοί A.R.2.677; δένδρεα IG14.1389 ii 10.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
lleno de uvas οἰνάς Io Eleg.1.4
•cargado de racimos κισσός AP 9.363.12 (Mel.), ἄμωμον Androm.145, δένδρεα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.69, cf. Nonn.Par.Eu.Io.15.4
•lleno de viñedos Ἡράκλεια Q.S.6.473
•fig. del pelo arracimado πλοχμοί A.R.2.677.
German (Pape)
[Seite 455] εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 plein de grappes;
2 en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτρυόεις -εσσα -εν βότρυς vol druiven, vol bessen.
Russian (Dvoretsky)
βοτρυόεις: όεσσα, όεν полный гроздьев (κισσός Anth.).
Greek Monolingual
βοτρυόεις, -εσσα, -εν (Α) βότρυς
ο γεμάτος σταφύλια.
Greek Monotonic
βοτρῠόεις: -εσσα, -εν (βότρυς), ο γεμάτος από σταφύλια, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βοτρύων, οἰνὰς Ἴων 1. 4 (Ἀθήν. 447D)· κισσὸς Ἀνθ. II. 9. 363· δένδρεα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 10.
Middle Liddell
βότρυς
clustering, Anth.