δεννάζω

From LSJ
Revision as of 20:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεννάζω Medium diacritics: δεννάζω Low diacritics: δεννάζω Capitals: ΔΕΝΝΑΖΩ
Transliteration A: dennázō Transliteration B: dennazō Transliteration C: dennazo Beta Code: denna/zw

English (LSJ)

(δέννος) abuse, revile, τινά Thgn.1211; τέχνην E.Rh. 925; ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759: c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δ. to utter words of foul reproach, Id.Aj.243 (lyr.).

Spanish (DGE)

ultrajar c. ac. de pers. μὴ ... φίλους δένναζε τοκῆας Thgn.1211, ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759, ἡμᾶς ... ἐδέννασ' E.Rh.951, τὴν Καστνίαν δὲ καὶ Μελιναίαν θεόν Lyc.404
c. ac. de abstr. ὃς ... ἐδέννασεν τέχνην (μουσικήν) E.Rh.925
c. ac. int. κακὰ δεννάζων ῥήμαθ' dirigiendo reproches ultrajantes S.Ai.243.

German (Pape)

[Seite 546] beschimpfen, verhöhnen, τινά Theogn. 1211; Soph. Ant. 755, Schol. ὑβρίζω; Eur. Rhes. 925; κακὰ ῥήματα, Schimpfreden ausstoßen, Soph. Ai. 239.

French (Bailly abrégé)

f. δεννάσω, ao. ἐδέννασα, pf. inus.
injurier, outrager : τινα qqn ; ἐπὶ ψόγοισι δ. SOPH, κακὰ ῥήματα δ. SOPH adresser des reproches outrageants.
Étymologie: δέννος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεννάζω [δέννος] aor. ἐδέννασα; fut. δεννάσω, beledigen, uitschelden; met acc. v. h. inw. obj.: κακὰ δεννάζων ῥήμαθ’ terwijl hij vreselijke vloeken uitte Soph. Ai. 243.

Russian (Dvoretsky)

δεννάζω: (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).

Greek Monolingual

δεννάζω (Α) δέννος
1. βρίζω, κακολογώ
2. φρ. «κακά ρήματα δεννάζειν» — ξεστομίζω φοβερές βρισιές.

Greek Monotonic

δεννάζω: μέλ. -άσω, βρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, ξεστομίζω λόγια με υβριστικό περιεχόμενο, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

δεννάζω: μέλλ. –άσω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, λέγω λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.

Middle Liddell

[from δέννος
to abuse, revile, τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to utter words of foul reproach, Soph.