βωμολόχευμα
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ατος, τό, only in plural, ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.
Spanish (DGE)
-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.
German (Pape)
[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.
Russian (Dvoretsky)
βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
Greek Monolingual
βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.
Greek Monotonic
βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in plural base flatteries, ribald jests, Ar.