βούτυρον
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
τό, A butter, τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, cf. Arist.Fr.636, Plu.2.1109b, LXX Ge. 18.8, Sor.1.86, Dsc.2.72, Edict.Diocl.4.50:—also βούτῡρος, ὁ, Gal.13.527. II a plant, Hsch.; ὄζει ὁ τόπος β. Ath.9.395a.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βούτυρος, ὁ Gal.13.11
nata y, elaborada, mantequilla τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Hp.Morb.4.51, Arist.Fr.636, LXX Ge.18.8, Id.5.25, καὶ μέλι καὶ β. LXX 2Re.17.29, Cat.Cod.Astr.12.137, cf. Plu.2.1109b, anón. medic. en PSI 1180.60, Gal.l.c., Sor.64.9, Dsc.2.72, DP 4.50, PRyl.713re.2, ue.5 (IV d.C.), Olymp.Iob 29.6.
German (Pape)
[Seite 460] (nach Plin. H. N. 28, 9 scythisch), τό, Butter, Medic. Bei Plut. adv. Col. 4 eine Salbe.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 beurre;
2 sorte d'onguent.
Étymologie: βοῦς, τυρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούτυρον -ου, τό βοῦς, τυρός boter.
Russian (Dvoretsky)
βούτῡρον: τό
1) (животное), масло Arst.;
2) мазь Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βούτῡρον: τό, (βοῦς, τυρός), τὸ πῖον τοῦ γάλακτος Ἱππ. 508. 46, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 593· παρὰ Γαλην. ὡσαύτως βούτῡρος, ὁ. Ἐκ τοῦ Πλιν. 11. 96., 28. 46, φαίνεται ὅτι ἡ χρῆσις τοῦ βουτύρου ὡς στοιχείου τροφῆς παρελήφθη ἐκ τῶν βορείων λαῶν. ΙΙ. τὸ ἄρσεν. σημαίνει και εἶδός τι φυτοῦ, Ἀθήν. 395, Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: butter (Hp.).
Other forms: Also βούτυρος (Gal.), after τυρός.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and τυρός, cf. βούσταθμον (: σταθμός). From βούτυρον Lat. būtyrum, from where OHG butera etc. - Schrader-Nehring Reallex. 1, 177f., Olck P.-W. 3, 1089ff.
Frisk Etymology German
βούτυρον: {boútūron}
Grammar: n.
Meaning: Butter (Hp., Arist., LXX usw.).
Derivative: Davon βουτύρινος (Dsk.). Eig. Kuhquark, aus βοῦς und τυρός, der Form nach ein neutrales substantiviertes Bahuvrihikompositum, wie βούσταθμον (: σταθμός) usw. Daneben, mit Anschluß an τυρός, βούτυρος (Gal.).
Etymology: Aus βούτυρον stammt lat. būtȳrum, woraus weiterhin die westgermanischen Formen, ahd. butera usw. — Vgl. Schrader-Nehring Reallex. 1, 177f., Olck P.-W. 3, 1089ff.
Page 1,261