διαξαίνω
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
aor. A -έξᾱνα Gp.2.6.42, but inf. -ξῆναι Ar.Lys.578: pf. part. Pass. -εξαμμένος Gal.8.415, -εξασμένος Dsc.5.106, Simp. in Cael.571.6, Paul.Aeg.3.61:—card, shred, Ar.Lys.578; ἐσθῆτας Str. 11.14.8; ἔριον Paul.Aeg. l.c.; νεῦρον εἰς ἶνας Alex.Aphr.Pr.2.52, cf. Gal. l.c.; ἔντερον Ruf. ap. Orib.7.26.170; of flesh, Paul.Aeg.6.77,88:—Pass., of alum, Dsc. l.c., to be dispersed, broken up, Simp. l.c. 2 metaph., κόμην, of the wind, Hld.3.3; δ. θάλασσαν πτερύγεσσι Opp.H.5.306; as a punishment, δ. τινά Ael.Fr.131:—Pass., ὑπὸ Ῥωμαίων ἐκτριβέντες διεξάνθησαν ib.130.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διήξανα Gp.2.6.42; en v. pas. perf. part. διεξασμένος Dsc.5.106, Ruf. en Orib.7.26.170, Simp.in Cael.571.6, Paul.Aeg.3.61.4, pero διεξαμμένος Gal.8.415]
I 1cardar ἔριον Paul.Aeg.l.c.
•fig. τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι hay que cardar a los que se aglomeran para conseguir cargos, e.d. hay que hacer una escarda Ar.Lys.578.
2 peinar τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς LXX Iu.10.3, Const.App.1.3.10, κόμην Hld.3.3.6, cf. D.P.Au.1.11.
II 1deshilachar, rasgar, hacer tiras, reducir a fibras ἐσθῆτας por el efecto de aguas minerales, Str.11.14.8, τὸ νεῦρον ... εἰς πολλὰς ἶνας Alex.Aphr.Pr.2.52, cf. Nonn.D.21.340, en v. pas. διεξασμένη κατὰ μονάδας ... θριξὶν ἐμφερεῖς del alumbre, Dsc.l.c., ἔντερον Ruf.l.c., ἔριον Gal.l.c., cf. Simp.l.c., Paul.Aeg.6.77.3, 88.4
•fig. desgarrar, destrozar πολλῇ μερίμνῃ καρδίην διαξαίνω Babr.106.23, διαξαίνει τε θάλασσαν ... πτερύγεσσι y golpea el mar con las aletas la ballena herida, Opp.H.5.306, de pers. ἔμελλεν ὁ δῆμος διαξαίνειν αὐτόν Ael.Fr.131, cf. Chrys.M.62.87
•desmenuzar κατὰ μικρὸν ... τὰ ἐν ταῖς Γραφαῖς κείμενα Chrys.M.59.147.
2 de formaciones de individuos, en v. pas. ser dispersado, desbaratado τὰ δὲ οὐ διαξαίνεται de un banco de anchoas, Ael.NA 8.18, ὑπὸ Ῥωμαίων διεξάνθησαν Ael.Fr.130.
German (Pape)
[Seite 593] durchkrämpeln, ἔριον, Diosc.; ἐσθῆτας, aufkrämpeln, Strab. XI, 529; kom. übertr., Ar. Lys. 579; μερίμνῃ καρδίαν, Babr. 106, 23; – θάλασσαν πτερύγεσσιν, durchs Meer hinschießen, Opp. H. 5, 306. Bei Ael. öfter = zerreißen, zerstreuen.
French (Bailly abrégé)
ao. διέξηνα;
carder ; tirailler, déchirer, mettre en pièces.
Étymologie: διά, ξαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ξαίνω uitkaarden, uitkammen (van wol, ook overdr. ).
Russian (Dvoretsky)
διαξαίνω: досл. расчесывать, перен. прочесывать, подвергать чистке (τοὺς ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διαξαίνω: μέλλ. -ξᾰνῶ, ξαίνω καλά, «λαναρίζω», ἐσθῆτας Στράβ. 529· - διασπαράττω, διασχίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 578· μεταφ., δ. θάλασσαν πτερύγεσσι Ὀππ. Ἁλ. 5. 306.
Greek Monolingual
(Α διαξαίνω) ξαίνω
1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω
2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω
αρχ.
1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω
2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου
3. διέρχομαι, διασχίζω.