διαμικρολογέομαι

From LSJ
Revision as of 20:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑκρολογέομαι Medium diacritics: διαμικρολογέομαι Low diacritics: διαμικρολογέομαι Capitals: ΔΙΑΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diamikrologéomai Transliteration B: diamikrologeomai Transliteration C: diamikrologeomai Beta Code: diamikrologe/omai

English (LSJ)

deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.

Spanish (DGE)

conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.

Russian (Dvoretsky)

διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).

Greek Monotonic

διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.