κεράμινος

From LSJ
Revision as of 20:51, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῐνος Medium diacritics: κεράμινος Low diacritics: κεράμινος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: keráminos Transliteration B: keraminos Transliteration C: keraminos Beta Code: kera/minos

English (LSJ)

η, ον, = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. κεράμειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.

Middle Liddell

κεράμῐνος, η, ον = κεραμεοῦς, Hdt., Xen.]