κωπεύω

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπεύω Medium diacritics: κωπεύω Low diacritics: κωπεύω Capitals: ΚΩΠΕΥΩ
Transliteration A: kōpeúō Transliteration B: kōpeuō Transliteration C: kopeyo Beta Code: kwpeu/w

English (LSJ)

A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.). II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.

French (Bailly abrégé)

pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.

Russian (Dvoretsky)

κωπεύω: приводить в движение ударами весел (βᾶριν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.

Greek Monotonic

κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

κωπεύω, fut. -σω κώπη
to propel with oars, Anth.