νεόφονος

From LSJ
Revision as of 14:52, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφονος Medium diacritics: νεόφονος Low diacritics: νεόφονος Capitals: ΝΕΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: neóphonos Transliteration B: neophonos Transliteration C: neofonos Beta Code: neo/fonos

English (LSJ)

ον, lately killed: ν. αἷμα freshshed, E.El.1172.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué récemment.
Étymologie: νέος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

νεόφονος: только что убитый: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).

Greek (Liddell-Scott)

νεόφονος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. αἷμα, ἀρτίως χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.

Greek Monolingual

νεόφονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φόνος (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεόφονος: -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεό-φονος, ον,
of blood, fresh-shed, Eur.