κλαυσιάω

From LSJ
Revision as of 20:49, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσιάω Medium diacritics: κλαυσιάω Low diacritics: κλαυσιάω Capitals: ΚΛΑΥΣΙΑΩ
Transliteration A: klausiáō Transliteration B: klausiaō Transliteration C: klafsiao Beta Code: klausia/w

English (LSJ)

Desider. of κλαίω, wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κ. the door is like to weep, i.e. shall suffer for creaking, Ar.Pl. 1099.

German (Pape)

[Seite 1446] = Vorigem; weinerlich thun, Poil. 2, 64. Übertr. von der knarrenden Thür, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ Ar. Plut. 1098.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
crier en parl. d'une porte qui grince.
Étymologie: κλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυσιάω verlangen om te huilen, reden tot huilen hebben.

Russian (Dvoretsky)

κλαυσιάω: [desiderat. к κλαίω собираться плакать: τὸ θύριον φθεγγόμενον κλαυσιᾷ Arph. дверь жалобно заскрипела.

Greek Monotonic

κλαυσιάω: εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσιάω: ἐφετ. τοῦ κλαίω, ἐπιθυμῶ νὰ κλαύσω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, ἡ μικρὰ θύρα μέλλει νὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ πάθῃ (ὡς τὸ κλαύσεται), ἐπειδὴ ἄνευ αἰτίας τρίζει, Ἀριστοφ. Πλ. 1099.

Middle Liddell

κλαυσιάω,
Desiderat. of κλαίω, to wish to weep, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ the door is like to weep (i. e. shall suffer) for creaking without cause, Ar.