περιξέω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219. 2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.
German (Pape)
[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ξέω polijsten, afschrapen.
Russian (Dvoretsky)
περιξέω: обтесывать кругом (πέτρους Theocr.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].
Greek Monotonic
περιξέω: μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.