προεκδέχομαι

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκδέχομαι Medium diacritics: προεκδέχομαι Low diacritics: προεκδέχομαι Capitals: ΠΡΟΕΚΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proekdéchomai Transliteration B: proekdechomai Transliteration C: proekdechomai Beta Code: proekde/xomai

English (LSJ)

intercept before, ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.BJ7.6.4.

German (Pape)

[Seite 718] (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.

French (Bailly abrégé)

soutenir le premier choc de, acc..
Étymologie: πρό, ἐκδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προεκδέχομαι: ἀποθετ., ἐμποδίζω, παρεμποδίζω πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.

Greek Monolingual

Α
ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τους... ἀνέμους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].

Greek Monotonic

προεκδέχομαι: αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.

Middle Liddell


Dep. to intercept before, Strab.