σκάλοψ

From LSJ
Revision as of 00:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλοψ Medium diacritics: σκάλοψ Low diacritics: σκάλοψ Capitals: ΣΚΑΛΟΨ
Transliteration A: skálops Transliteration B: skalops Transliteration C: skalops Beta Code: ska/loy

English (LSJ)

[ᾰ], οπος, ὁ,= σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.

German (Pape)

[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l'animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).

Russian (Dvoretsky)

σκάλοψ: οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.

Greek Monolingual

-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α
(λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω με επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ-οψ, έπ-οψ)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκόλοψ.

Middle Liddell

σκάλοψ, οπος, σκάλλω
the digger, i. e. the mole, Ar.

Frisk Etymology German

σκάλοψ: {skálops}
See also: s. σκόλοψ.
Page 2,716

English (Woodhouse)

animal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)