σταίτινος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
η, ον, of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.
German (Pape)
[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel.
Russian (Dvoretsky)
σταίτινος: сделанный из теста (ὗς Her.; βοῦς Plut.).
Greek Monolingual
και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῑς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
Greek Monotonic
σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.
Middle Liddell
σταίτῑνος, η, ον [from σταῖς
of flour or dough of spelt, Hdt., Plut.