συγκατακτείνω
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς . . βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.
German (Pape)
[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.
French (Bailly abrégé)
tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατακτείνω samen of tegelijk doden, met acc.; abs.
Russian (Dvoretsky)
συγκατακτείνω: (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.).
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].
Greek Monotonic
συγκατακτείνω: αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.
Middle Liddell
aor2 -κατέκτᾰνον irr. part. -κατακτάς
to slay together, Soph., Eur.