συμφυράω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
A = συμφύρω, Hp.Int.23:—Pass., Dsc.2.24 (v.l. συμφυρμένον), J.AJ3.9.4, Plu.2.94d (v.l. συμφυρμένον), Ath.11.464b.
2 mix up with, λίθῳ καὶ Χαλκῷ [θεόν] Plu.2.398a; τρωθεὶς συνεφυρήθη ἑτέροις πτώμασι Vett.Val.275.19.
German (Pape)
[Seite 993] = συμφύρω; συμφυράσομεν χαλκῷ, Plut. de Pyth. or. 8; perf. pass., Diosc. S. φύρω.
French (Bailly abrégé)
συμφυρῶ :
c. συμφύρω.
Étymologie: σύν, φυράω.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῡράω: συμφύρω, Ἀθήν. 464Β καὶ λίθῳ παντὶ καὶ χαλκῷ συμφυράσομεν (τὸν θεὸν) Πλούτ. 2. 398Β.
Russian (Dvoretsky)
συμφῡράω: ваять (θεὸν λίθῳ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφῡράω [συμφύρω] door elkaar kneden met, met acc. en dat. iets met iets.