τρισάσμενος

From LSJ
Revision as of 00:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάσμενος Medium diacritics: τρισάσμενος Low diacritics: τρισάσμενος Capitals: ΤΡΙΣΑΣΜΕΝΟΣ
Transliteration A: trisásmenos Transliteration B: trisasmenos Transliteration C: trisasmenos Beta Code: trisa/smenos

English (LSJ)

η, ον, thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῖν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρισ-άσμενος, η, ον
thrice-pleased, most willing, Xen.