φαιδρυντής

From LSJ
Revision as of 19:51, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρυντής Medium diacritics: φαιδρυντής Low diacritics: φαιδρυντής Capitals: ΦΑΙΔΡΥΝΤΗΣ
Transliteration A: phaidryntḗs Transliteration B: phaidryntēs Transliteration C: faidryntis Beta Code: faidrunth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A cleanser, Poll.7.37. II φαιδρυνταί, οἱ, descendants of Phidias, who had charge of the statue of Zeus at Elis, Paus.5.14.5, Inscr.Olymp.466.5, cf. AB314: written φαιδυνταί in Inscrr., Sammelb.2536 (Naucratis), IG22.1078.16, al., IGRom.4.1680.

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, der Reiniger, der glänzend macht, B. A. 314.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui nettoie, qui entretient, qui a soin de.
Étymologie: φαιδρύνω.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρυντής: -οῦ, ὁ, ὁ φαιδρύνων, λαμπρύνων, καθαρίζων, Πολυδ. Ζ΄, 37· ― φαιδρυνταὶ ἐκαλοῦντο οἱ ἀπόγονοι τοῦ Φειδίου, οἵτινες εἶχον τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἐν Ἤλιδι ἀγάλματος τοῦ Διός, «οἱ ἀπόγονοι Φειδίου, καλούμενοι δὲ φαιδρυνταί, γέρας παρὰ Ἠλείων εἰληφότες τοῦ Διὸς τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν, οὗτοι θύουσιν ἐνταῦθα πρὶν ἢ λαμπρύνειν τὸ ἄγαλμα ἄρχωνται» Παυσ. 5. 14, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 446, Α. Β. 314· ἴδε φαιδυντής.

Greek Monolingual

και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α
1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει
2. το θηλ.φαιδρύντρια
πλύντρια, πλύστρα
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί- σύλλογος ιερέων της Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη συντήρηση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρύνω. Ο τ. φαιδυντής αποτελεί παρ. του θ. φαιδ- σε -u (βλ. λ. φαιδρός) και προέρχεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ρ. φαιδύνω].

Greek Monotonic

φαιδρυντής: -οῦ, ὁ, καθαριστής, αυτός που πλένει· θηλ. φαιδρύντρια, , σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φαιδρυντής, οῦ, ὁ,
a cleanser, washer:—fem. φαιδρύντρια, Aesch.