φιλοπονία
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ἡ, love of labour, industry, Pl.R.535d, Stoic.3.64, 171, Phld.Rh.1.115 S., TAM2(1).283 (Xanthus); καρτερία καὶ φ. Pl.Alc.1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φ. Isoc. 1.45; pl., Id.15.291, Plb.8.10.6, etc.; ἡ τῶν δρόμων φ. laborious practice of... D.61.24; φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ib.26; so, as an event in competitions of ἔφηβοι, SIG1061.5 (Samos, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail, habitudes laborieuses.
Étymologie: φιλόπονος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπονία: ἡ трудолюбие, усердие, прилежание Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπονία: ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, φιλεργία, Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ καρτερία ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ περί τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου ἐξεργασία πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόπονος
η ιδιότητα του φιλόπονου, φιλεργία, εργατικότητα
αρχ.
φρ. «φιλοπονία τινός» — η κοπιαστική επεξεργασία ενός πράγματος (Δημοσθ.).
Greek Monotonic
φῐλοπονία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, δραστηριότητα, σε Πλάτ.· φιλοπονία τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο πράγμα, σε Δημ.
Middle Liddell
φῐλοπονία, ἡ,
love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.