χρηστόφιλος

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστόφῐλος Medium diacritics: χρηστόφιλος Low diacritics: χρηστόφιλος Capitals: ΧΡΗΣΤΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: chrēstóphilos Transliteration B: chrēstophilos Transliteration C: christofilos Beta Code: xrhsto/filos

English (LSJ)

ον, A possessed of good friends, ib.38. II trusty friend, opp. κακόφιλος, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).146.

German (Pape)

[Seite 1376] gute Menschen od. Handlungen liebend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les gens de bien.
Étymologie: χρηστός, φίλος.

Russian (Dvoretsky)

χρηστόφῐλος: любящий добрых людей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστόφῐλος: -ον, ᾧ χρηστοὶ ἄνδρες φίλοι, ὁ ἔχων φίλους χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους
2. έμπιστος φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φίλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος].

Greek Monotonic

χρηστόφῐλος: -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ.

Middle Liddell

χρηστό-φῐλος, ον,
possessed of good friends, Arist.