ἀεικέλιος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής (inconvenient, unworthy, fatal, worthless, cowardly), 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv. ἀεικελίως = in an unfitting way, unworthily Od.8.231, 16.109, B.3.45.
Spanish (DGE)
v. αἰκέλιος.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: ἀ, εἴκελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀεικέλιος: и ἀεικής 2
1) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный (λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.);
2) непристойный, неприличный (ἔπεα Her.);
3) жалкий, плохой (χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.): ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. ты одет в лохмотья;
4) скудный, незначительный, ничтожный (μισθός, ἄποινα Hom.);
5) необычный: οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. вполне естественно, что Делос пережил землетрясение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
English (Autenrieth)
2 and 3, = ἀεικής: ill-favored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.
Greek Monotonic
ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.