ἀεικέλιος

From LSJ
Revision as of 17:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικέλιος Medium diacritics: ἀεικέλιος Low diacritics: αεικέλιος Capitals: ΑΕΙΚΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aeikélios Transliteration B: aeikelios Transliteration C: aeikelios Beta Code: a)eike/lios

English (LSJ)

α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής (inconvenient, unworthy, fatal, worthless, cowardly), 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv. ἀεικελίως = in an unfitting way, unworthily Od.8.231, 16.109, B.3.45.

Spanish (DGE)

v. αἰκέλιος.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: , εἴκελος.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικέλιος: и ἀεικής 2
1) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный (λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.);
2) непристойный, неприличный (ἔπεα Her.);
3) жалкий, плохой (χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.): ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. ты одет в лохмотья;
4) скудный, незначительный, ничтожный (μισθός, ἄποινα Hom.);
5) необычный: οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. вполне естественно, что Делос пережил землетрясение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.

English (Autenrieth)

2 and 3, = ἀεικής: ill-favored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.

Greek Monotonic

ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.