ἀκατάληπτος
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ον, A that cannot be reached or that cannot be touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11. Adv. ἀκαταλήπτως Sch.Il.17.75. II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett. Val.238.25. 2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168. 3 not comprehending or not attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀκατάληπτος τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. ἀκαταλήπτως = without understanding, incomprehensibly, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or inability to attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκατάλημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.Pasch.105
I 1inasible, inalcanzable ὁ ἔλαφος Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀκατάληπτος Secund.Sent.11.
2 mús. no tocado, no hecho vibrar ὑπάτη Arist.Pr.921b23.
3 que no puede ser dominado ἀκρώρεια πολεμίοις I.BI 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.
II fil.
1 que no puede ser captado o conocido realmente, incognoscible, inaprensible, incomprensible οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.Acad.Ind.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ ἀνεκδιήγητος καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1Ep.Clem.33.3
•inabarcable de las estrellas πλῆθος Chrysipp.Stoic.2.168.
2 fil. estoica incapaz de conocimiento real, no comprensivo ἀκατάληπτος φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.Stoic.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f
•neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2
•c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Vit.12.15B.
III adv. ἀκαταλήπτως
1 inalcanzablemente, inasiblemente Sch.Bek.Il.17.75.
2 incomprensiblemente ἀκαταλήπτως ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: ἀ, καταλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάληπτος:
1) незатронутый, незадетый (ὑπάτη Arst.);
2) непостижимый, непонятный Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].