ἀλεής

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεής Medium diacritics: ἀλεής Low diacritics: αλεής Capitals: ΑΛΕΗΣ
Transliteration A: aleḗs Transliteration B: aleēs Transliteration C: aleis Beta Code: a)leh/s

English (LSJ)

ές, like ἀλεεινός, in the warmth, ὕπνος S.Ph.859 (lyr.) (codd., Sch.; ἀδεής cj. Reiske.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que está al calor ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός S.Ph.858.

German (Pape)

[Seite 91] ές (nach B. A. p. 380 ἁλεής), ὕπνος, wär mender, erquickender Schlaf, Soph. Phll. 847. Bei Hes. O. 491 wird jetzt richtig ἐπ' ἀλέα λέσχην gelesen, doch ziehen einige Erkl. die vulg. ἐπαλέα vor.

French (Bailly abrégé)

(ὁ), ὕπνος
sommeil au moment le plus chaud du jour ; sel. d'autres sommeil qui réchauffe.
Étymologie: ἀλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεής: ἀλέα I] предполож. согреваемый лучами солнца: ἀ. ὕπνος Soph. полуденный сон.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεής: -ές, ὅμοιον τῷ ἀλεεινός, θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, ὕπνος, Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - οὕτως ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ οὕτως ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ εἰκασία τοῦ Reiske, ἀδεής, εἶναι λίαν πιθανή.

Greek Monolingual

ἀλεής, -ές (Α) ἀλέα (ΙΙ)]
ο αλεεινός.

Greek Monotonic

ἀλεής: -ές, σαν το ἀλεεινός, θερμός στον ήλιο, ὕπνος, σε Σοφ.

Middle Liddell

like ἀλεεινός,]
in the sun, ὕπνος Soph.