ἀμφισβασίη

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβᾰσίη Medium diacritics: ἀμφισβασίη Low diacritics: αμφισβασίη Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΣΙΗ
Transliteration A: amphisbasíē Transliteration B: amphisbasiē Transliteration C: amfisvasii Beta Code: a)mfisbasi/h

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἀμφισβήτησις (discussion, controversy, dispute), ἐς ἀμφισβασίας ἀπικνέεσθαί τινι come to controversy with one, Hdt.4.14; ἐγένετο λόγων ἀ. Id.8.81, cf. Inscr.Prien.37.129.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
discusión, controversia ἐς ἀμφιβασίας τοῖσι ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.14, ἐγίνετο λόγων ἀ. Hdt.8.81, cf. IPr.37.116, 129.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, Streit, Her. τῶν δὲ λόγων ἀμφ. γίγνεται, es entsteht ein Streit unter ihnen, 8, 81; εἰς ἀμφισβασίας ἀμφικνεῖσθαί τινι, widersprechen, 4, 14, wo eine Handschrift ἀμφισβάσιας, wie von ἀμφίσβασις, hat.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. ἀμφισβήτησις.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ Her. = ἀμφισβήτησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀμφισβήτησις, ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.

Greek Monolingual

ἀμφισβασίη, η (Α) ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω]
ιωνικός τύπος αντί του «ἀμφισβήτησις».

Greek Monotonic

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.