ἀρχαϊκός
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
(ἀρχαιϊκός interpol. in Phryn.28), ή, όν, old-fashioned, in manners, etc., ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.Nu.821; ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44; of literary style, D.H.Comp.22: Sup., Plu. 2.238c; τὰ Ἀρχαϊκά, title of work by Epicurus, Juvenilia, Phld.Sto. Herc.339.17. Adv. -κῶς Arist.Metaph.1089a2; ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι Chron.Lind.B.90; stupidly, Aristid.1.482 J.
Spanish (DGE)
(ἀρχᾱϊκός) -ή, -όν
• Alolema(s): tb. ἀρχαιικός Ar.Nu.821 (cf. ἀρχαιϊκὸν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα διὰ τῶν δύο ῑῑ Phryn.PS 38.30)
I 1en cont. posit. antiguo τοῖς δὲ συνειθισμένοις τῶν ἀρχαϊκῶν τρόπων a los acostumbrados a los antiguos modos (de composición), Aristox.Harm.29.18, ἀρχαϊκὸν ἦν τὸ τοιοῦτον τῆς ἀγωγῆς γένος Polem.Hist.Fr.61, τὸ ἀρχαϊκὸν ἐκεῖνο (κάλλος) καὶ αὐστηρόν D.H.Comp.22.12, (αἰτία) τῆς ἀρχαϊκῆς ἁπλότητος οἱκεία (causa) propia de la simplicidad antigua D.S.1.86, de pers. τὸν Τέρπανδρον ἀρχαϊκώτατον ὄντα καὶ ἄριστον τῶν ... κιθαρῳδῶν Plu.2.238c
•subst. τὰ ἀρχαϊκά escritos tempranos de las obras juveniles de Epicuro, Phld.Sto.11.5.
2 en cont. peyor. viejo, anticuado, superado παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαιικά Ar.l.c., ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀ. con las costumbres de aquéllos (los lacedemonios), sé tú (también) anticuado Antiph.44.6, δοκεῖ ... ἀρχαϊκώτερος ὁ ... νόμος εἶναι Thphr.De elig.magistr.B19, πᾶσα θεολογία ἀρχαϊκη toda religión primitiva Str.1.2.8
•esp. de estatuas arcaico Ἀπόλλωνας ξυλίνους ἀρχαιικούς ID 1428.2.50 (II a.C.), cf. 1426B.1.42 (II a.C.), (ἀνδριὰς) ἁπλοῦς καὶ ἀ. τῇ ἐργασίᾳ Plu.Publ.19.
II adv. -ῶς
1 en cont. posit. a la manera antigua, como en los viejos tiempos ἀ. καὶ φιλανθρώπως ὁμιλοῦντες D.S.13.83, ἐάν τις ἀ. τινος αὐλοῦντος ἀκούσῃ Plu.2.1135b.
2 en cont. peyor. de manera anticuada, superada ἀπορῆσαι Arist.Metaph.1089a2
•estúpidamente ἀ. ἀμφότεροι καὶ φαύλως ὑπήχθημεν Aristid.Or.9.21
•de relieves, c. ἔχω ser arcaico πάντες ἀ. ἔχοντες τοῖ<ς> σχήμασι Lindos 2B.90.
German (Pape)
[Seite 364] für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤθεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
antique, archaïque, suranné.
Étymologie: ἀρχαῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχᾱϊκός: старинный, древний Arph., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχᾱϊκός: (ἢ ἀρχαιϊκὸς κατὰ τὸν Φρύν.), ή, όν, ὁ ἔχων ἢ μιμούμενος τρόπους ἀπηρχαιωμένους κατὰ τὸν ἱματισμόν, τὸ ἦθος, τὰς σκέψεις καὶ τὴν γλῶσσαν, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 821· ἐν Λακεδαίμονι γέγονας; ἐκείνων τῶν νόμων μεθεκτέον ἐστίν... ἐν τοῖς δ’ ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ’ ἀρχαϊκὸς Ἀντιφάν. ἐν «Ἄρχοντι» 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστ. Μεταφ. 13. 2, 5, ἔνθα ἴδε Bondz. ― Πρβλ. ἀρχαῖος Ι. 2, Κρονικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρχαϊκός, -ή, -όν) αρχαίος
αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη γλώσσα, στις σκέψεις ή στο ντύσιμο
νεοελλ.
εκείνος που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα).
Greek Monotonic
ἀρχᾱϊκός: -ή, -όν (ἀρχαῖος), παλιομοδίτικος, απαρχαιωμένος, αρχέγονος, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀρχαῖος
old-fashioned, antiquated, primitive, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.