ἁπαλόχροος

From LSJ
Revision as of 18:49, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλόχροος Medium diacritics: ἁπαλόχροος Low diacritics: απαλόχροος Capitals: ΑΠΑΛΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: hapalóchroos Transliteration B: hapalochroos Transliteration C: apalochroos Beta Code: a(palo/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ἁπᾰλό-χρους, χρουν; with heterocl. gen. ἁπαλόχροος, dat. -χροϊ, acc. -χροα:—soft-skinned, h.Ven.14, Hes.Op.519, Thgn.1341, E.Hel.373 (lyr.):—also ἁπᾰλό-χρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.PSp.30B.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene piel delicada νύμφαι Sch.A.Pers.537, κούρη Nonn.D.16.233, αὐχήν Musae.171.

German (Pape)

[Seite 277] zsgzgn -χρους, gen. auch ἁπαλόχροος, Hes. O. 517, wie Theogn. 1341; acc. plur. ἁπαλόχροας H. h. Ven. 14; mit zarter, weicher Haut; von der Jungfrau, παῖδα άπαλόχροα Mel. 40 (211, 133); παλάμαις ἁπαλοχρόοις Anacr. 56, 15.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
à la peau tendre ou délicate.
Étymologie: ἁπαλός, χρόα.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλόχροος: стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей (παρθενική HH, Hes., Plut.; παλάμη Anacr.; γένυς Eur.; παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόχροος: -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· μετὰ ἐτεροκλίτ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― ὡσαύτως, ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.

Greek Monolingual

ἁπαλόχροος, -ον κ. -χρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει απαλό τρυφερό δέρμα.

Greek Monotonic

ἁπᾰλόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -χρουν, με ετερόκλ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ. -χροϊ, αιτ. -χροα· (χρώς)· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό δέρμα, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

χρώς
soft-skinned, Hhymn., Hes., etc.