ἀστεφάνωτος

From LSJ
Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεφᾰνωτος Medium diacritics: ἀστεφάνωτος Low diacritics: αστεφάνωτος Capitals: ΑΣΤΕΦΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: astephánōtos Transliteration B: astephanōtos Transliteration C: astefanotos Beta Code: a)stefa/nwtos

English (LSJ)

ον, A uncrowned, forbidden to be crowned, Sapph.78, Pl.R.613c, D.18.319; ἀ. ἐκ τῶν νόμων Aeschin.3.176. 2 without the nuptial crown, unwedded, Epigr.Gr.314.27.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 no coronado ἀστεφανώτοισι δ' ἀπυστρέφονται Sapph.81.7, μηδένα Λακεδαιμονίων ἀστεφάνωτον εἶναι X.Lac.13.8, ἀστεφάνωτοι ἀποτρέχοντες Pl.R.613c, τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις ἡμᾶς στεφανοῦν Aeschin.3.176, ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει D.18.319.
2 que no tiene corona nupcial, soltero λείψας τρεῖς συνομαίμονας ἀστεφανώτους SEG 29.1003.32 (Roma III d.C.).

German (Pape)

[Seite 375] dasselbe, Plat. Rep. X, 613 c u. Folgde, z. B. Dem. 18, 319 ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non couronné, càd vaincu, sans succès.
Étymologie: , στεφανόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεφάνωτος: (φᾰ) не увенчанный, не получивший победного венка Sappho, Plat., Aeschin., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεφάνωτος: -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ ὅστις δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) ἄνευ τοῦ γαμηλίου στεφάνου, ἄγαμος, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστεφάνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμου
μσν.- νεοελλ.
όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομα
νεοελλ.
αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνι
αρχ.
εκείνος ο οποίος δεν έχει τιμηθεί με στεφάνι ή που για διάφορους λόγους δεν επιτρέπεται να τιμηθεί με στεφάνι.

Greek Monotonic

ἀστεφάνωτος: -ον (στεφανόω), αστεφάνωτος, αυτός που δεν είναι στεφανωμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

στεφανόω
uncrowned, not to be crowned, Plat., etc.

English (Woodhouse)

uncrowned, ungarlanded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)