ἄμομφος

From LSJ
Revision as of 18:52, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμομφος Medium diacritics: ἄμομφος Low diacritics: άμομφος Capitals: ΑΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: ámomphos Transliteration B: amomphos Transliteration C: amomfos Beta Code: a)/momfos

English (LSJ)

ον, (< μομφή) blameless, A. Eu. 475; πρὸς ὑμῶν ib. 678.
II.Act., having nothing to complain of, cj. Robortellus for ἄμορφος, ib. 413.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreprochable πόλει A.Eu.482a, πρὸς ὑμῶν A.Eu.678, cf. tb. ἄμομφος· ἄπταιστος Hsch.α 3766.
2 que no tiene motivo de queja λέγειν δ' ἄμομφον ὄντα τοὺς πέλας κακῶς injuriar a los demás sin motivo de queja A.Eu.413.

German (Pape)

[Seite 127] (μομφή), tadellos, Aesch. Eum. 453. 648; aber 391, der nichts zu tadeln hat.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans reproche;
2 qui ne fait pas de reproche.
Étymologie: , μομφή.

Russian (Dvoretsky)

ἄμομφος:
1) не заслуживающий порицания, безупречный Aesch.;
2) которому не в чем упрекать Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμομφος: -ον, (μομφή) ἄμεμπτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 475· πρὸς ὑμῶν αὐτόθι 678. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων τι δι’ ὃ νὰ παραπονεθῇ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ροβορτέλλου ἀντὶ ἄμορφος αὐτόθι 413.

Greek Monolingual

ἄμομφος, -ον (Α) μομφή
1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος
2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει.

Greek Monotonic

ἄμομφος: -ον (μομφή), αψεγάδιαστος, άμωμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μομφή
blameless, Aesch.

English (Woodhouse)

irreproachable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)