ἁλίζωνος

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίζωνος Medium diacritics: ἁλίζωνος Low diacritics: αλίζωνος Capitals: ΑΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: halízōnos Transliteration B: halizōnos Transliteration C: alizonos Beta Code: a(li/zwnos

English (LSJ)

ον, sea-girt, Call.Sos.24, AP7.218 (Antip.Sid.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]
ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.

German (Pape)

[Seite 96] meerumgürtet, Κόρινθος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσθμός 48, 199.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré ou bordé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ζώνη.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίζωνος: опоясанный морем (Κόρινθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίζωνος: -ον, = ὁ περιεζωσμένος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 218.

Greek Monolingual

ἁλίζωνος, -ον (Μ)
αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.

Greek Monotonic

ἁλίζωνος: -ον (ἅλς, ζώνη), περιζωσμένος από θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἅλς, ζώνη
sea-girt, Anth.