ἄγραυλος

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγραυλος Medium diacritics: ἄγραυλος Low diacritics: άγραυλος Capitals: ΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: ágraulos Transliteration B: agraulos Transliteration C: agravlos Beta Code: a)/graulos

English (LSJ)

ον, (ἀγρός, αὐλή) A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epithet of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.). 2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc. 3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.

German (Pape)

[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v.l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.

Russian (Dvoretsky)

ἄγραυλος:
1) живущий в поле, ночующий под открытым небом (βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; θήρ Soph.; Πάν Anth.);
2) деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. ἀνήρ Anth. поселянин.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.

English (Autenrieth)

(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.

Greek Monotonic

ἄγραυλος: -ον (ἀγρός, αὐλή),
1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ.
2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀγρός αὐλή
1. dwelling in the field, of shepherds, Il., Hes.; ἄγρ. ἀνήρ a boor, Anth.
2. of oxen, Hom., etc.
3. of things, rural, rustic, Eur.

English (Woodhouse)

rural, rustic

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)