ἐπιστολεύς

From LSJ
Revision as of 19:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολεύς Medium diacritics: ἐπιστολεύς Low diacritics: επιστολεύς Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: epistoleús Transliteration B: epistoleus Transliteration C: epistoleys Beta Code: e)pistoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (ἐπιστολή) A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει. II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commandant en second d’une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολεύς: έως ὁ
1) писец или гонец Xen.;
2) (у лакедемонян), помощник командующего флотом Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολεύς: έως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.

Greek Monotonic

ἐπιστολεύς: -έως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπιστολεύς, έως,
I. secretary: also a courier, Xen.
II. among the Spartans, a vice-admiral, Xen. [from ἐπιστολή