ἐπιτερπής

From LSJ
Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτερπής Medium diacritics: ἐπιτερπής Low diacritics: επιτερπής Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: epiterpḗs Transliteration B: epiterpēs Transliteration C: epiterpis Beta Code: e)piterph/s

English (LSJ)

ές, A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e; ἰδεῖν Plu.Rom.16; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25: Sup., τὰ ἐπιτερπέστατα Democr.233. Adv. ἐπιτερπῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13. II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 agréable, charmant;
2 adonné au plaisir.
Étymologie: ἐπιτέρπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτερπής:
1) приятный, прелестный (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; βίος Plut.): ἐ. ἰδεῖν Plut. приятный на вид;
2) преданный наслаждениям (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.

Greek Monolingual

ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.

Greek Monotonic

ἐπιτερπής: -ές (τέρπω),
I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ.
II. αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπι-τερπής, ές τέρπω
I. pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.
II. devoted to pleasure, Plut.